-
1 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
2 ставка /
1. (денежный взнос) η τιμ/ή 2. (процентная) (банк.) το επιτόκιο. II. (очная) η αντιπαράσταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ставка /
-
3 стандарт
οι προδιαγραφ/ές (πλ.), ο συγκεκριμένος τύπος, το στάνταρ (ξεν.)выпускать согласно - у βγάζω/κατασκευάζω βάση - ώνзолотой - ο χρυσούς κανών, ο κανών χρυσούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стандарт
-
4 бэр
(биологический эквивалент рентгена) το BER, το βιολογικό ισοδύναμο της μονάδας Ραίντγκεν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бэр
-
5 замена
η αντικατάστασ/η, η αλλαγή, η υποκατάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замена
-
6 компонента
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компонента
-
7 микро
(десятичная дольная приставка единиц измерения) μίκρομικρό, το 10^6 της μονάδας μέτρησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микро
-
8 пуск
1. (в действие, в движение) η εκκίνηση 2. (ρκτ.) η εκτόξευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пуск
См. также в других словарях:
μιγαδικοί αριθμοί — Αριθμοί που αποτελούνται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες. Είναι γνωστό ότι η εξίσωση αx = β (πρώτου βαθμού), όπου α, β είναι ρητοί αριθμοί και α ≠ 0, έχει μία και μόνο μία λύση. Αυτό ισχύει, γενικότερα, και στην περίπτωση, που οι α, β… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
μαγνητική διαπερατότητα — Η ιδιότητα των σωμάτων να είναι διαπερατά από μαγνητικές γραμμές· ακριβέστερα, ως (σχετική) μ.δ. ενός σώματος ορίζεται ο λόγος της μαγνητικής ροής που το διαρρέει όταν αυτό βρίσκεται εντός ομογενούς μαγνητικού πεδίου, προς τη μαγνητική ροή μιας… … Dictionary of Greek
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek
Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… … Dictionary of Greek
οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… … Dictionary of Greek